ακρατόγελως

ακρατόγελως
ἀκρατόγελως, -ων (Α)
αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + γέλως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”